- ξεσέρνω
- ξέσυρα, ξεσύρθηκα1. μτβ., μετακινώ κάτι σέρνοντάς το: Μην ξεσέρνεις τα πόδια σου.2. αμτβ., μετακινούμαι: Είναι βαριά η ντουλάπα και δεν ξεσέρνει.3. απομακρύνω: Καιτην ξεσέρνει ανίδεη στης θάλασσας τα βάθη (Γρυπάρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.